οικειωτικός

οικειωτικός
οἰκειωτικός, -ή, -όν (Α) [οικειώ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.)
2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειωτικόν
εξοικείωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οἰκειωτικῶν — οἰκειωτικός appropriative fem gen pl οἰκειωτικός appropriative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικόν — οἰκειωτικός appropriative masc acc sg οἰκειωτικός appropriative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικαί — οἰκειωτικός appropriative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικοῦ — οἰκειωτικός appropriative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικῆς — οἰκειωτικός appropriative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτική — οἰκειωτικός appropriative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικήν — οἰκειωτικός appropriative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικῶς — οἰκειωτικός appropriative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”