- οικειωτικός
- οἰκειωτικός, -ή, -όν (Α) [οικειώ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.)2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειωτικόνεξοικείωση.
Dictionary of Greek. 2013.